- χαιτόποδα
- τα, και παλ. τ. χαιτόποδες, οι, Νζωολ. ομοταξία δακτυλιοσκωλήκων που περιλαμβάνει τους ολιγόχαιτους και τους πολύχαιτους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chaetopoda < χαίτη + πούς, ποδός. Η λ., στον εν. χαιτόπους, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].
Dictionary of Greek. 2013.